τροφοίδημα

τροφοίδημα
το, Ν
ιατρ. λεμφοίδημα που εμφανίζεται συμμετρικά συνήθως στα κάτω άκρα νεαρών ατόμων και αποδίδεται σε νευροτροφικές διαταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. trophoedeme < τροφή / τροφός + οίδημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ψευδοελεφαντίαση — η, Ν (παλ. όρος) ιατρ. τροφοίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελεφαντίαση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”